- κοσμόλεθρος
- κοσμόλεθρος, ὁ (Μ)ο κοσμολέτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + ὄλεθρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՐՀԱԿՈՐԾԱՆ — ( ) NBH 1 0262 Chronological Sequence: 8c, 9c, 10c, 12c, 13c ա. κοσμόλεθρος mundo exitalis Կործանիչ աշխարհի, կամ աշխարհաց. աշխարհաւեր. մահառիթ, վնասակար հասարակաց. *Աշխարհակործան յեղումն ապականութեան ʼի վերայ ածել. Պիսիդ.: *Այս աշխարհակործան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)